-
1 δαψιλής
δαψιλ-ής, ές,A abundant, plentiful,ὕδωρ Hp.Acut.65
;ποτόν Hdt. 2.121
.δ'; δωρεή Id.3.130
; ; in too great quantity,Id.
HA 585a27;ἔπαινοι Phld.Lib.p.32O.
;ἔργα Herod.7.84
;πλῆθος σωμάτων Plb.4.38.4
([comp] Sup.); πηγαι Plu. Num.15; χώρα ib.16 ([comp] Comp.); ἐβένου τάλαντον δ. a full talent, BCH 35.286 (Delos, ii B.C.). Adv.- έως
in abundance,Theoc.
7.145;δαψιλῶς τοὺς φαγόντας βρέχειν Antiph.286
;παρέχεσθαι πάντα D.S.5.14
, cf. 19.3: neut. as Adv.δαψιλὲς ἠπείλησεν Call.Del. 125
: [comp] Comp.- έστερον J.BJ4.11.4
; - εστέρως ib.8.3, Ptol.Tetr.56.2 of space, ample, wide,ἐρημία Lyc.957
.II of persons, liberal, profuse.Arist. VV 1280b25, Axiop.4.4;δ. χορηγός Plu.Per.16
; soκακία δ. τοῖς πάθεσιν Id.2.500e
. Adv.-ῶς, ζῆν X.Mem.2.7.6
: [comp] Sup.-έστατα, χρῆσθαι Id.Cyr.1.6.17
, cf. Ph.Bel.101.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαψιλής
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский